- σκανδιναβικός
- iskandinav
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σκανδιναβικός — ή, ό, Ν [Σκανδιναβός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκανδιναβούς ή στη Σκανδιναβία ή αυτός που προέρχεται από τη Σκανδιναβία («Σκανδιναβική Χερσόνησος») 2. φρ. α) «σκανδιναβικές γλώσσες» γλωσσ. γλώσσες τού βορειογερμανικού κλάδου, στις… … Dictionary of Greek
σκανδιναβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους Σκανδιναβούς: Οι κάτοικοι της Δανίας και της Ισλανδίας έχουν σκανδιναβική καταγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek